- νέμω
- νέμω (νέμεις, -ει: νέμων; νέμειν: impf. νέμε: aor. νεῖμ(ε) coni.: med. νέμομαι, -εαι, -ονται: -όμενος.)aI act., watch (over), keep
ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας, ἕδος Ὀλύμπου νέμων O. 2.12
τοῖς γὰρ (sc. παισὶ Λήδας)ἐπέτραπεν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
νέμει γὰρ Ἀτρέκεια πόλιν Λοκρῶν Ζεφυρίων O. 10.13
Ζεῦ πάτερ, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων O. 13.27
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον hoards I. 1.67 abs.ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70
II med., cultivate, inhabit “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαι” P. 4.150 met.ἐξαίρετον Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.27
κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται N. 3.82
abs. dwell,τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν P. 11.55
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται (sc. οἱ Αἰγινῆται) I. 9.4b direct, place (sc. parts of the body) (Ἀλκιμίδας)ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15
(χεῖρα)· τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ' ἁπάσαις ἁνίαις (Hermann: νωμᾶ πάσαις codd. contra metr.: with which N. gave full rein) I. 2.22cI hand out, dispense of gods ὃ (sc. Ἀπόλλων)καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ νέμει P. 5.64
Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεὺς ὁ πάντων κύριος (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52 met.ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55
II med. spend, pass (time)ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.66
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας (sc. Διόσκουροι) N. 10.56d fragg. νεμε Λατο[ Πα. 7C. d. 4. ]χαν νέμειν[ Πα. 13b. 21 νέ]μομαι παρα[ (supp. Lobel: ]εομαι in marg. pap., i. e. v. l. νέομαι?) fr. 215b. 9. ]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. dub. ν[έμ]ειν (supp. Snell) Pae. 6.176
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.